αλιμάριστος

αλιμάριστος
η , ο
1) не обработанный напильником; 2) избавленный от слушания чьей-л. болтовни;

άσε με σήμερα αλιμάριστο — избавь меня сегодня от твоей болтовни


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλιμάριστος" в других словарях:

  • αλιμάριστος — η, ο αυτός που δεν λιμαρίστηκε, δηλ. δεν λειάνθηκε με τη λίμα ή δεν είναι δυνατόν να λιμαριστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λιμαριστός < λιμάρω, λιμαρίζω] …   Dictionary of Greek

  • αλιμάριστος — η, ο 1. αυτός που δε ρινίστηκε με λίμα: Ξέχασες το πριόνι αλιμάριστο και δεν κόβει. 2. μτφ., αυτός που αναγκάστηκε να ακούει φλυαρίες: Όπου και να με συναντούσε δε με άφηνε αλιμάριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»